- ἀλλάλους
- ἀλλᾱλους1 each other
τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον P. 4.93
γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι P. 4.223
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον P. 4.93
γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι P. 4.223
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀλλάλους — ἀλλά̱λους , ἀλλήλων of one another masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)